- ἤκεστος
- ἤκεστοςuntouched by the goadmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β … Dictionary of Greek
ἠκέστη — ἤκεστος untouched by the goad fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκέστην — ἤκεστος untouched by the goad fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκέστης — ἤκεστος untouched by the goad fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤκεσται — ἤκεστος untouched by the goad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκέστας — ἠκέστᾱς , ἤκεστος untouched by the goad fem acc pl ἠκέστᾱς , ἤκεστος untouched by the goad fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)